προθυμώ

προθυμώ
-άω, Ν [πρόθυμος]
(στον Ερωτόκρ.) είμαι πρόθυμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προθυμῶ — προθῡμῶ , προθυμέομαι Ages.. pres subj act 1st sg (attic epic doric) προθῡμῶ , προθυμέομαι Ages.. pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προθύμω — προθύ̱μω , πρόθυμος ready masc/fem/neut nom/voc/acc dual προθύ̱μω , πρόθυμος ready masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προθύμῳ — προθύ̱μῳ , πρόθυμος ready masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετριάζω — (I) (ΑΜ μετριάζω, Μ και μιτριάζω και μιτριγιάζω) 1. καθιστώ κάποιον ή κάτι μέτριο, κρατώ κάτι μέσα στα όρια τού μέτρου, μειώνω κάτι ως προς την ποσότητα ή την ένταση, περιστέλλω, περιορίζω (α. «μετριάζω την ταχύτητα» β. «οὐκ ἂν ποτ ᾠήθησαν ὅρκοις …   Dictionary of Greek

  • ВОНИФАТИЙ РИМСКИЙ — († 290), мч. Тарсийский (пам. 19 дек., пам. зап. 14 мая), пострадал при имп. Диоклетиане. Был главным управляющим имениями знатной римлянки Аглаи (Аглаиды), дочери проконсула Акакия, и находился в любовной связи со своей незамужней госпожой. В. Р …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”